I can see a difference: κινέζικα is just something I don’t understand (but could eventually be meaningful for somebody else), αλαμπουρνέζικα is something jugged as objectively and probably intentionally confusing: όταν είδε ότι δυσκόλεψαν τα πράγματα, άρχισε τα αλαμπουρνέζικα και τους μπέρδεψε (see also attachment). This is probably the reason why we don’t say MOY είναι αλαμπουρνέζικα.–Marianna Katsoyannou
- αλαμπουρνέζικος -η -ο [alamburnézikos] Ε5 : (οικ.) α. που δεν μπορεί να τον καταλάβει κάποιος· ακατανόητος, ακατάληπτος, ασυνάρτητος: Γράφει γλώσσα μεικτή κι ανακατεμένη και σε πολλά αλαμπουρνέζικη. Aλαμπουρνέζικα λόγια. Ήταν αδύνατο να βγει κάποιο νόημα από κείνο το αλαμπουρνέζικο κείμενο. Aλαμπουρνέζικοι συλλογισμοί. β. ασυνήθιστα ή δυσεξήγητα περίεργος, αλλόκοτος: Aλαμπουρνέζικο καπέλο. Aλαμπουρνέζικη επίπλωση. γ. (ως ουσ.) τα αλαμπουρνέζικα, για έκφραση, διατύπωση και λεξιλόγιο ακατανόητα: Aυτά δεν είναι ελληνικά είναι αλαμπουρνέζικα. Στα αλαμπουρνέζικα μιλάει αυτός και δεν τον καταλαβαίνω; <yΡΟlΕmma> αλαμπουρνέζικα ΕΠIΡΡ: Ελληνικά μιλάς ή ~;
[ίσως ιταλ. alla burlesca `σε παιχνιδιάρικο ύφος΄ με ανομ. [l-l > l-n] και παρετυμ. -έζικα (επίθημα δηλωτικό γλώσσας π.χ.: κινέζικα)]